- ὑφαρπαγῇς
- ὑφαρπάζωsnatch away from underaor subj pass 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υφαρπαγή — η / ὑφαρπαγή, ΝΑ [ὑφαρπάζω] επιτήδεια λαθραία αρπαγή ενός αντικειμένου, υποκλοπή νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε ύπουλη ενέργεια που γίνεται με εξαπάτηση («υφαρπαγή τής ψήφου») 2. φρ. α) «υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως» (νομ.) αδίκημα που συνίσταται… … Dictionary of Greek